Όταν ένα πίσω δόντι χαθεί και δεν αποκατασταθεί, το αντίστοιχο δόντι της άλλης γνάθου (ανταγωνιστής) καθίσταται μη λειτουργικό και αρχίζει να βγαίνει από το φατνίο, αφήνοντας έτσι κενά ανάμεσα στις ρίζες των δοντιών.
Στη συνέχεια, οι δυνάμεις της μάσησης μετατοπίζουν το δόντι πίσω από το κενό προς τα εμπρός και παράλληλα το πλαγιάζουν. Αποτέλεσμα είναι να μειωθεί η συγκράτησή του μέσα στο οστό και ταυτόχρονα να δημιουργηθούν βλάβες στο κόκαλο και γύρω από τη ρίζα (περιοδοντικές βλάβες).
Η φυσιολογική μάσηση από εκείνη την πλευρά σταματάει και ως αποτέλεσμα έχουμε τη συσσώρευση πέτρας. Η πέτρα, με τη σειρά της, προκαλεί εντονότερη συσσώρευση μικροβίων, οι περιοδοντικές βλάβες μεγαλώνουν και σιγά σιγά χάνονται και άλλα δόντια.
Παράλληλα, ο κόνδυλος της γνάθου δε δουλεύει σωστά μέσα στην άρθρωση, αρχίζει να ολισθαίνει τείνοντας να βγει από τη “φωλιά” του (κροταφική γλήνη) και ως αποτέλεσμα έχουμε την εμφάνιση βλαβών στην άρθρωση. Ταυτόχρονα, η κάτω γνάθος ολισθαίνει προς τα εμπρός.
Όσο η γνάθος ολισθαίνει, έχουμε περισσότερες τριβές στους κοπτήρες και την άσκηση υπερβολικής πίεσης στους άνω κοπτήρες που τείνει να τους σπρώξει προς τα έξω. Αποτέλεσμα είναι η αραίωση των μπροστινών δοντιών, τόσο των επάνω όσο και των κάτω, και η δημιουργία περιοδοντικών βλαβών και σε αυτά.